Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Σημειώσεις Συνταγματικού Κυπριακού Δικαίου

 

Αποτέλεσμα εικόνας για ΝομικήΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ  

           

 

 

                      ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

         ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

                       

ΜΑΘΗΜΑ: LAW 135

                 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

                                    ΔΙΚΑΙΟ

 

 

                   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

 

 

 

 

 

 

                               ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2015

 

 

 

 

 

Σύνταγμα: Είναι ο θεμελιακός, βασικός νόμος μιας πολιτείας, καθορίζει τα όργανα μιας πολιτείας και τους θεσμούς της καθώς και τις μεταξύ τους νομικές παραμέτρους. Ρυθμίζει τις αρμοδιότητες και τις έννομες σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών.

Πηγές Συντάγματος: Γνωσιολογικοί τόποι στους οποίους μπορεί κανείς να εντοπίσει τις αρχές που διέπουν το σύνταγμα.

1)    Συνταγματική Νομοθεσία: Θεμελιακοί νόμοι που έχουν συνταγματική ισχύ και αφορούν το σύνταγμα.

2)    Νομολογία Δικαστηρίου: Δικαστικές αποφάσεις που έχουν σύνταγμα και ισχύ.

3)    Συνταγματικό Εθιμικό Δίκαιο: Είναι η πολιτική πρακτική που αποκτά συνταγματική σημασία και παγιώνεται με τον χρόνο.

4)    Συγγράμματα Επιφανών Συνταγματολόγων: (Βασικές Συνταγματικές Διασώζουσες Αρχές).

Τα Συντάγματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

1)    Γραπτά Συντάγματα: Υπάρχουν σε απτό κείμενο.

2)    Άγραφα Συντάγματα: Δεν υπάρχουν σε ένα συγκεκριμένο γραπτό κείμενο αλλά υπάρχει διάσπαρτο σε διάφορες πηγές (Σύνταγμα Μεγάλης Βρετανίας).

Συνταγματικές Πηγές Βρετανίας:

Είδη Συνταγματικής Νομοθεσίας:

1)    Magna Charta: Μεγάλος χάρτης δικαιωμάτων, αποτελεί θεμελιακό νόμο της χώρας, εμπεριέχει μια σειρά παραπόνων, τα οποία ο βασιλιάς της χώρας κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Διελάμβανε ότι η εκκλησία της Μεγάλης Βρετανίας γίνεται ανεξάρτητη. Οι έμποροι δεν υπόκεινται σε άδικη φορολογία και οι διάφορες πόλεις απολάμβαναν την ελευθερία τους. Επίσης καθοριστικέ η δίκη των ένορκων νόμων. Η Magna Charta καθιέρωσε την αρχή της Δίκαιης Δίκης.

 

2)    Διάταξη Habeas Corpus: Κατέχω την απόλυτη κυριότητα του σώματος μου.

 

3)    Νομοθέτημα Δικαιωμάτων (Bill of Rights)

 

Ø  Ακύρωση νόμων ή εκτέλεση νόμων. Γίνεται χωρίς οποιαδήποτε βασιλική έγκριση αλλά με την έγκριση του κοινοβουλίου είναι νόμιμη. 

Ø  Διατήρηση και συντήρηση σε καιρό ειρήνης χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου αντίκειται στον νόμο.

Ø  Καθιέρωσε την ελεύθερη εκλογή βουλευτών.

Ø  Καθιέρωσε την Ελευθερία έκφρασης και ότι οι διαδικασίες και πράξεις του κοινοβουλίου είναι αδιαμφισβήτητες, από οποιοδήποτε δικαστήριο ή από φορείς εκτός του κοινοβουλίου.

Ø  Το κοινοβούλιο έχει το συνταγματικό δικαίωμα να ακυρώνει οποιοδήποτε νόμο.

 

4)    Πράξη Διακανονισμού (Act of Settlement)

 

Ø  Καθιέρωσε ότι, χρειάζεται η έγκριση του κοινοβουλίου για να διεξαχθεί ένας πόλεμος.

Ø  Καθιέρωσε ότι, για πρώτη φορά με επίσημο τρόπο την ίδια την Συνταγματική Αρχή.

Χρονικά Ορόσημα Μεγάλης Βρετανίας

Ø  Magna Charta (1215), Μεγάλος χάρτης δικαιωμάτων.

Ø  Διακήρυξη των Δικαιωμάτων (1689), εξασφαλίζει την κοινοβουλευτική υπεροχή πάνω από το μονάρχη.

Ø  Η Πράξη του διακανονισμού (1701), εγκαθιστά τη διαδοχή του Στέμματος.

Ø  Νόμος Ενώσεως με την Σκωτία, (1707).

Ø  Νόμος Ενώσεως με την Ιρλανδία (1800).

Ø  Νόμος περί Δικαστικών Διαδικασιών (1873).

Ø  Νόμος του Κοινοβουλίου του 1911 και 1949, που επιβεβαιώνει την υπεροχή του στη Βουλή των Κοινοτήτων, περιορίζοντας την νομοθεσία αποκλεισμού σε αρμοδιότητες της Βουλής των Λόρδων.

Ø  Νόμος Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (1972).

Ø  Νόμος περί Βρετανικής Εθνικότητας, (1981).

Ø  Νόμος περί Δημόσιας τάξεως (1986).

Ø  Νόμος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1988).

Ø  Νόμος για την τρομοκρατία (2000).

Παραδείγματα Συνταγματικού Δικαίου

Ο υπουργός δεν μπορούσε να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως για αυτούς οι οποίοι κυκλοφορούσαν ειδήσεις στον ημερήσιο τύπο, (1765). Σηματοδότησε την απαρχή της ελευθερίας της έκφρασης.

M.Y. Home office: (1994)

Ο υπουργός Εσωτερικών διέπραξε παραβίαση, καθώς περιφρόνησε προς το δικαστήριο και στην απόφαση του, με το να μην υπακούσει το διάταγμα του δικαστού, η οποία έλεγε ότι έπρεπε να επανέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο ένας απελαθέντας δάσκαλος. Ο Υπουργός Εσωτερικών εξέφρασε την άποψη ότι αυτά τα υποχρεωτικά ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του (ως αξιωματούχος του Στέμματος), είχε γίνει χωρίς δικαιοδοσία. Η Βουλή των Λόρδων έκρινε ότι, μολονότι η ασυλία του Στέμματος διασώζεται από το (Crown Proceedings Act του 1947), τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για τη χορήγηση υποχρεωτικών ασφαλιστικών μέτρων σε δικαστικό έλεγχο σε βάρος αξιωματούχων του Στέμματος. Κατά συνέπεια της παραβίασης αυτής της διαταγής, το στέμμα δεν μπορεί να περιφρονεί το δικαστήριο, καθώς και ο υπουργός ο οποίος ασκεί εξουσία για λογαριασμό του Στέμματος.

Contempt of Court

Η περιφρόνηση του δικαστηρίου, είναι αδίκημα ένδειξη ανυπακοής ή ασέβειας προς ένα δικαστήριο, του νόμου, και του προεδρείου του, με τη μορφή συμπεριφοράς που αντιτίθεται ή αψηφά την αρχή, τη δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια του δικαστηρίου. Εκδηλώνεται σε εσκεμμένη αδιαφορία ή, έλλειψη σεβασμού για την αρχή του δικαστηρίου, η οποία είναι συμπεριφορά που είναι παράνομη, διότι δεν υπακούει στην τήρηση των κανόνων του δικαστηρίου και των νόμων.

Δικαστικό Προηγούμενο

Μια υπόθεση που εκδίδεται σε ύπατο δικαστικό σώμα, είναι δεσμευτική και για μελλοντικές παρόμοιες υποθέσεις.

Αρχή διακρίσεως των εξουσιών

Αρχές συνταγματικής θεωρίας

Βασικές Λειτουργίες

α) Εκτελεστική

β) Δικαστική

γ) Νομοθετική

* Και οι τρείς συγκροτούν κυβέρνηση μιας πολιτείας

Εκτελεστική Εξουσία:

Περιλαμβάνει την διακυβέρνηση του κράτους πέραν εκείνης που εμπερικλείεται στο νομοθετικό και δικαστικό λειτούργημα. Η εξουσία της διακυβέρνησης και της ασκήσεως πολιτικής, εκτείνεται από την προώθηση της νομοθεσίας οι υπουργοί μπορούν να καταθέσουν προτάσεις νόμων στην βουλή, και η εξουσία αυτή εκτείνεται στην προώθηση κοινωνικής ευημερίας.

Δικαστική Εξουσία:

Το δικαστικό σώμα έχει ως μέλημα την επίλυση υποθέσεων διαφιλονικούμενων υποθέσεων βάση του θεσπισμένου νόμου.

Ορισμός διακρίσεως των Εξουσιών:

Είναι αναγκαίο να υπάρχουν αυτές οι διακρίσεις μεταξύ του νομοθέτου και ενός διοικητικού λειτουργού και ανεξάρτητου δικαστού. Είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη ενός κράτους δικαίου και κατ’ουσίαν για την ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος κάθε αυτού. Προτού οι θεσμοί του κοινοβουλίου και της δικαστικής εξουσίας καταστούν ανεξάρτητοι ανήκει στα χέρια και την δικαιοδοσία του βασιλέως η ευχέρεια αυτή, ο οποίος λειτουργούσε και ως νομοθέτης υπό την μορφή της πεφωτισμένης δεσποτείας. Η ύπαρξη νομοθετικής εξουσίας είναι αναγκαία, γιατί αναπαριστά το δημόσιο συμφέρον καθώς και μια διακριτή εκτελεστική εξουσία.

Δόγμα Πολιτικής Ευθύνης:

Πρακτική Κοινοβουλίου

Βουλή Κοινοτήτων

Βουλή των Λόρδων

Κοινοβουλευτική Κυριαρχία

ΔΕΚ (Δίκαιο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων): Η Κοινότητα αποτελεί μια κοινωνική τάξη προς όφελος της οποίας τα κράτη έχουν μειώσει τα δικαιώματα τους.

Costa v. Enel:

Επαναδιατύπωσε την προηγούμενη απόφαση, (Ο Costa ήταν ένας Ιταλός πολίτης, ο οποίος κατείχε μετοχές στην εταιρία ηλεκτρισμού και αντιτάχθηκε στην εθνικοποίηση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, στην Ιταλία. Αρνήθηκε να πληρώσει το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, o οποίoς ανήλθε σε 1.925 λίρες, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, και μηνύθηκε για μη πληρωμή από την νεοσυσταθείσα κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού, την ENEL. Στην υπεράσπιση του υποστήριξε ότι η εθνικοποίηση της βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας παραβίασε τη Συνθήκη της Ρώμης και το ιταλικό Σύνταγμα. Ο Ιταλός δικαστής, ο Giudice Conciliatore του Μιλάνου παρέπεμψε την υπόθεση πρώτα στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας και στη συνέχεια στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το ιταλικό Σύνταγμα Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του τον Μάρτη του 1964, κρίνοντας ότι ενώ το ιταλικό Σύνταγμα επιτρέπει τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας για διεθνής οργανισμούς, όπως η ΕΟΚ, δεν εφαρμόζει την ερμηνεία του νόμου ότι όταν δύο καταστατικά βρίσκονται σε σύγκρουση μόνο το ένα από τα δύο επικρατεί. Ως αποτέλεσμα, η Συνθήκη της Ρώμης, η οποία ενσωματώθηκε στο ιταλικό δίκαιο το 1958 δεν μπορεί να υπερισχύσει έναντι του δικαίου εθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1962. (Εκ του παραδείγματος υποθέσεις που άπτονται Εθνικού ζητήματος, οδηγούνται σε πρωτόδικο και ανώτατο δικαστήριο του ίδιου του κράτους).

Απόφαση Simmental: Διευκρινίστηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει του Εσωτερικού. Έγινε δεκτό ότι «κάθε εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αρμοδίως μίας διαφοράς έχει την υποχρέωση να εφαρμόζει στο ακέραιο το κοινοτικό δίκαιο και να προστατεύει τα δικαιώματα τα οποία αυτό απονέμει στους ιδιώτες, αφήνοντας ανεφάρμοστη κάθε ενδεχομένως αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, είτε προγενέστερη είτε μεταγενέστερη του κανόνα του κοινοτικού δικαίου».

Κυριαρχία:

Δεν υπάρχουν όρια στην άσκηση της από την νομοθεσία είτε την κοινότητα του κοινοβουλίου.

 

Albert Venn Dicey:

Ένας από τους θεμελιωτές της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας. Δεν υπάρχουν όρια στην νομοθετική ικανότητα του κοινοβουλίου. Το κοινοβούλιο έχει το συνταγματικό δικαίωμα να θεσπίσει ή να ακυρώνει οποιονδήποτε νόμο. Και κανένα άτομο ή σώμα αναγνωρίζονται από τον νόμο, ως έχων το δικαίωμα να υπερέχει ή να παραγκωνίζει την νομοθεσία του κοινοβουλίου.

Στο κοινοδίκαιικο σύστημα υπάρχει μια έννομη σχέση μεταξύ δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας. Κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει ένα νόμο ως αντισυνταγματικό και να τον ακυρώσει.

Δόγμα Άμεσης Ακύρωσης Νόμων: Βάσει του δόγματος θα ισχύσει ο μεταγενέστερος νόμος.

Είναι ικανό το κοινοβούλιο να δεσμεύσει τους επίγονους; Dicey: Ο λόγος για τον οποίο το κοινοβούλιο απέτυχε στις προσπάθειες του να θεσπίσει αμετάβλητα νομοθετήματα είναι ότι μια κυρίαρχη δύναμη, διατηρούσε τον κυρίαρχο χαρακτήρα της, δεν μπορεί να δεσμεύεται από οποιονδήποτε νόμο. (Εξαιρέσεις): Απόδοση ανεξαρτησίας σε μια πρώην αποικία. 1960: Και έπειτα μετά την αποαποικιοποίηση το κοινοβούλιο της Βρετανίας του Westminster διατύπωσε, ότι κανένας μελλοντικός νόμος του δεν θα είναι δεσμευτικός σε μια πρώην αποικία, (κυπριακή δημοκρατία).

Καναδάς 1982: Ο Καναδάς δεν θα επηρεάζει άμεσα από οποιονδήποτε νόμο της Βρετανίας.

Νόμος Αγγλικού Κοινοβουλίου 1972 =  Νόμος Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: Η Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, βάση του νόμου αυτού τον οποίο η ίδια η Αγγλία ψήφισε μετά από ατέρμονες συζητήσεις. Οποιοσδήποτε νόμος ο οποίος θα πρέπει να έχει άμεσο αποτέλεσμα και άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα πρέπει να εφαρμόζεται και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά συνέπεια η κυριαρχία του κοινοβουλίου έχει μειωθεί αισθητά.

Υπόθεση R v Secretary of State for Transport, ex p Factortame Ltd:

 

Ισπανικά συμφέροντα αμφισβήτησαν την εγκυρότητα του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας. Με τον ισχυρισμό ότι συγκρούονταν με άρθρα της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η αγγλική κυβέρνηση προέβαλε δυο επιχειρήματα εναντίον αιτουμένων. Α) Επιχειρηματολόγησε ότι τίποτα στο κοινοτικό δίκαιο, δεν απαγορεύει σε ένα κράτος να καθορίζει μόνο του, τους υπηκόους του. Αυτό ακριβώς πράττει η νομοθεσία του 1988, περί εμπορικής ναυτιλίας. Β) Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο νόμος του 1988, ήταν συμμορφωμένος στην πολιτική για την αλιεία.

 

Ερώτημα: Ο νόμος της Αγγλίας παραβιάζει τον νόμο περί Ευρωπαϊκής Κοινότητας; Στο μεσοδιάστημα οι Ισπανοί ζήτησαν αποζημίωση από την βρετανική κυβέρνηση αποζημιώσεις για τις ζημιές που έκαναν, ενώ εκκρεμούσε η απόφαση του ΔΕΚ. Το ύπατο δικαστήριο της Αγγλίας, απέρριψε το αίτημα των Ισπανών, λέγοντας ότι ένας νόμος του κοινοβουλίου είναι θεωρητικά και πρακτικά έγκαιρος, επομένως δεν μπορούσε να δοθεί σε καμία περίπτωση αποζημίωση στους αιτούμενους.

 

Βάση της νομοθεσίας περί νομικών διαδικασιών αναφορικά με το στέμμα, το στέμμα δεν πληρώνει ποτέ αποζημίωση. Στην πέμπτη δίκη, υπέβαλε αποζημιώσεις κατά του στέμματος.

 

Οποιοσδήποτε περιορισμός τον οποίο υποστεί στην κυριαρχία του, το κοινοβούλιο της Βρετανίας με την θέσπιση του νόμου περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν εντελώς εκούσια.

Κριτική Θεώρηση

Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η αρχή της Κοινοβουλευτικής Κυριαρχίας ότι παραμένει αλώβητη; Σαφώς και μπορεί να παραμείνει υπό την άποψη ότι ένα μελλοντικό κοινοβούλιο, μπορεί να καταργήσει και να ακυρώσει τον νόμο περί Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάση του οποίου η χώρα ψήφισε και εισχώρησε στην ΕΟΚ.

Συνθήκη του Μάαστριχτ: Συνθήκη του 1992 για Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ex Parte Brummer: Διακυβερνητικός Χαρακτήρας.

Options to be out: Υπερεθνικός Χαρακτήρας.

Αρχή Διάκρισης Εξουσιών

Εκτελεστική Εξουσία: Περιλαμβάνει την διακυβέρνηση του κράτους. Πέραν εκείνης που εμπερικλείεται στο νομοθετικό και το δικαστικό λειτούργημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι η εξουσία της διακυβέρνησης και της άσκησης πολιτικής, εκτείνεται από την προώθηση της νομοθεσίας. (πχ. Οι υπουργοί μπορούν να καταθέτουν προτάσεις νόμων στην βουλή). Επίσης εκτείνεται στη λειτουργία την τάξη και την ασφάλεια, στην προώθηση κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας, και εντέλει στην διαχείριση εξωτερικών υποθέσεων ενός κράτους.

Δικαστική Εξουσία: Το δικαστικό Σώμα, έχει ως μέλημα την επίλυση υποθέσεων διαφιλονικούμενων υποθέσεων, βάση του θεσπισμένου νόμου.

Πηγές Συνταγματικού Δικαίου: Εθιμικό Δίκαιο.

Ορισμός Διάκρισης Εξουσιών:

Δόγμα: Είναι ανάγκη πάσα να υπάρχει η διάκριση των εξουσιών. Είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη ενός κράτους δικαίου και κατουσίαν για την ύπαρξη ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, χωρίς αυτά.

Αριστοτέλης στην Διάκριση: Βουλευόμενον – Δικάζον.

Lock: Ασχολήθηκε με την εξέλιξη του δόγματος της διάκριση των εξουσιών, είναι αναγκαία η ύπαρξη της νομοθετικής εξουσίας και μιας διακριτής εκτελεστικής εξουσίας.

Montesquieu – Μοντεσκιέ: Όταν η νομοθετική εξουσία, συνεννοείται με την εκτελεστική σε ένα σώμα αρχόντων, δεν υπάρχει ελευθερία. Επίσης δεν υπάρχει ελευθερία όταν η δικαστική εξουσία δεν διακρίνεται από την νομοθεσία και την εκτελεστική εξουσία. Αλλιώς ο δικαστής θα ήταν νομοθέτης ή αν προέκυπτε ένωση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας θα προέκυπτε ένας καταπιεστής.

ΗΠΑ Σύνταγμα 1787: Η διάκριση εξουσιών αποτέλεσε πυλώνα του πολιτειακού αυτού μορφώματος. Τα χωριστά συνταγματικά όργανα ήταν βασική πρόθεση των συντακτών. Το Αμερικανικό Κοινοβούλιο = Κογκρέσο. Ο πρόεδρος εισηγείται προς το κογκρέσο, δεν μπορεί όμως να το εξαναγκάσει να υλοποιήσει τις προτάσεις του. Veto: Προέδρου τα 2/3, των σωμάτων των 2 βουλών. Ο Πρόεδρος διορίζει του δικαστές νοουμένου ότι η γερουσία επικυρώνει τους διορισμούς τους. Οι δικαστές του ανωτάτου, μόλις διοριστούν, είναι παντελώς ανεξάρτητοι τόσο από το κογκρέσο όσο και από τον Πρόεδρο. Οι δικαστές έχουν το δικαίωμα να ψηφίσουν και να ακυρώσουν νόμους.

Δικαστική Αναθεώρηση Νομοθετικών και Δικαστικών Πράξεων: Δεν μπορεί να ισχύει στην Κύπρο ούτε και στην Αγγλία. Δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση εξουσιών αν αυτό μπορεί να σημαίνει ότι οι εξουσίες τελούν υπό απομόνωση η κάθε μία από τις υπόλοιπες.

Κυπριακό Σύνταγμα της Δημοκρατίας

Συνταγματικές Προτάσεις των Βρετανών για την Κύπρο

Το 1945, όταν είχε αναλάβει η διακυβέρνηση από το εργατικό κόμμα της Αγγλίας ο υπουργός των αποικιών δήλωσε ότι επιζητούσε να εγκαθιδρύσει ένα πιο φιλελεύθερο καθεστώς στο νησί. Για τον σκοπό αυτό συγκλήθηκε το 1947, μία Διασκεπτική (Συμβουλευτική Διάσκεψη), αλλά η έκβαση της ήταν αποθαρρυντική. Αυτές οι συνταγματικές προτάσεις που κατατέθηκαν το 1947 παρότι αποτελούσαν ένα βήμα για αυτοκυβέρνηση ήταν εμπνευσμένα από ένα αποικιακό ρεύμα και ήταν ασύμβατες προς τα ιδεώδη για τα οποία ελέχθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις δεδηλωμένες υποσχέσεις τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο από πλευράς της Μεγάλης Βρετανίας. Οι περιορισμοί που έθεταν οι Βρετανικές συνταγματικές προτάσεις και οι εξουσίες που εδίδονταν στον κυβερνήτη αναφορικά προς ζητήματα εξωτερικά κι Άμυνας δεν άφηναν περιθώριο για αποδοχή και τη συγκατάθεση τους. Κατά συνέπεια οι Κύπριοι υπό την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Λεοντίου αποφάσισαν ότι ο μελλοντικός  θα ήταν Ένωσης και μόνον Ένωσης. Το αίτημα για Ένωση κατέστει πιο επίμονο όταν τις 15/01/1950 διεξήχθη δημοψήφισμα το γνωστό ως ενωτικό δημοψήφισμα το οποίο έλαβε χώρα υπό την αιγίδα της Εθναρχίας και πάνω από 96% περίπου, των συμμετοχών ψήφισε για Ένωση με την Ελλάδα. Η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ήθελε να εισαγάγει ένα Σύνταγμα, ως ένα βήμα για αυτοκυβέρνηση, αυτή λοιπόν η ανακοίνωση για ανεξαρτησία και αυτοκυβέρνηση δημιούργησε ένα κύμα αντιδράσεων στην κυπριακή κοινωνία. Οι Βρετανοί για να παρακάμψουν την αντίδραση αυτή κάλεσαν την Ελλάδα και την Τουρκία να δείξουν καλή θέληση και να στείλουν αντιπροσώπους στο Λονδίνο για συνεδρία, με στόχο να επιτευχθεί μια συμφωνία και να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των τριών κρατών την Μεσόγειο. Ο υπουργός Εξωτερικών Μακμίλαν δήλωσε τα εξής: Είναι μια αδιαμφισβήτητη ανωμαλία και πιστεύουμε ένα μεγάλο λάθος το γεγονός ότι τόσα άλλα μέρη του κόσμου έχουν προβεί σε σταδιακή εφαρμογή της πρακτική της αυτοκυβερνήσεως και δεν υπήρξε αντίστοιχη εξέλιξη την Κύπρο, πρέπει να το διορθώσουμε αυτό. Και η εσωτερική αυτοκυβέρνηση θα πρέπει να είναι ο πρώτιστος στόχος. Στο συνέδριο αυτό ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Στεφανόπουλος υποστήριξε το αίτημά της Κύπρου για αυτοδιάθεση ενώ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών είπε ότι δεν είναι ορθό το Κυπριακό ζήτημα να επιλυθεί από τη σκοπιά της παρούσας συνεδρίασης γιατί, βάση του πληθυσμού και από την άποψη των μειονοτήτων και της πλειοψηφίας θα πρέπει η οδηγήτρια αρχή να είναι η πλήρης ισότητα των δύο μερών. Εάν αλλάξει το status quo (η πολιτική καθεστωτικής τάξης), είπε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, η Κύπρος θα έπρεπε να αποτελεί μέρος της Τουρκίας. Στο συνέδριο αυτό είχε προταθεί ένα Σύνταγμα που προέβλεπε μια συνέλευση για την Κύπρο στην οποία θα εξουσίαζε μια εκλεγμένη εξουσία με μια μικρή αναλογία να αφήνετε στους Τούρκους της Κύπρου. Επίσης προέβλεπε την σταδιακή μεταφορά των υπουργείων στα χέρια Κυπρίων υπουργών που θα ήταν υπουργοί στη συνέλευση αυτή, με εξαίρεση τα υπουργεία των Εξωτερικών Άμυνας και ασφάλειας τα οποία θα παρέμεναν υπό τον έλεγχο του Κυβερνήτου. Διατυπώθηκε η παροχή αναλογίας των υπουργείων στους Τούρκους. Ουδεμία συμφωνία δεν εφαρμόστηκε στην  συνέλευση και το συνέδριο έλαβε τέλος. Ο κυβερνήτης της Κύπρου αντικαταστάθηκε από τον Holding. Αρχίζουν εκτενείς διαπραγματεύσεις για την συνταγματική διευθέτηση του Κυπριακού.

Holding:

1)    Παρότι η βρετανική κυβέρνηση παραδέχεται ότι η αρχή της αυτοδιαθέσεως είναι εφαρμόσιμη στην Κύπρο εντούτοις η βρετανική θέση είναι ότι αυτή δεν είναι μια πρακτική πρόταση εν όψει της επικρατούσας κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο.

 

2)    Οι λεπτομέρειες του Συντάγματος δεν ήταν στη θέμα προς συζήτηση μεταξύ όλων των πλευρών/μερών του πληθυσμού.

 

3)    Παρέχεται μεγάλος βαθμός δημοκρατικής αυτοκυβερνήσεως και θα συνταχθεί ένα νέο φιλελεύθερο Σύνταγμα σε διαβούλευση με όλες τις πλευρές του πληθυσμού.

 

4)    Το Σύνταγμα θα επιτρέπει στο λαό της Κύπρου μέσα από τους κύπριους υπουργούς και τακτές χρονικές φάσεις ανάληψης υπουργείων της κυβέρνησης με εξαιρέσεις τα υπουργεία Άμυνας Ασφάλειας και Εξωτερικών

 

Ο Holding, εισηγήθηκε μια εξουσία με πολιτικούς και από τις δύο πλευρές οι προτάσεις του Holding εμπεριείχαν ασφαλιστικές δικλίδες για την προάσπιση πολιτικών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν κατέληξαν ωστόσο σε καμία συμφωνία.

 

Radcliffe: Εισηγήθηκε μια δυαρχία για την Κύπρο.  Η δυαρχία θα αποτελείτο από τον κυβερνήτη, ο οποίος θα ασκούσε εξουσία σε ζητήματα Άμυνας Ασφάλειας και Εξωτερικών. Αφετέρου η αυτοκυβέρνηση η οποία θα αποτελείτο από μια νομοθετική Συνέλευση ένα υπουργικό Συμβούλιο και μία δικαστική εξουσία.

Νομοθετική Συνέλευση:

Θα αποτελείτο από έναν εκπρόσωπο έναν βοηθό και τριάντα έξι αλλά στελέχη. Τα έξι στελέχη θα προέρχονταν από τις μειονότητες, ενώ τα υπόλοιπα τριάντα θα επιλέγονταν από την ελληνική και την τουρκική κοινότητα αντιστοίχως. Η συνέλευση αυτή θα επιλαμβάνετο νομοσχέδια τα οποία θα μετεξελίσσονταν σε νόμους, με την έγκριση του Κυβερνήτου.

Εκτελεστική Εξουσία:

Θα υπήρχε ένα υπουργικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τον επικεφαλής υπουργό ο οποίος θα διοριζόταν από τον κυβερνήτη και θα προερχόταν από την νομοθετική συνέλευση. Επιπλέον θα είχε το Εκτελεστικό σώμα, πολλούς ακόμα υπουργούς οι οποίοι θα διορίζονταν από τον Κυβερνήτη. Μετά από εισήγηση του επικεφαλής υπουργού θα προέρχονταν και αυτοί από τη συνέλευση, επίσης θα υπήρχε ένας υπουργός για τα τουρκοκυπριακά ζητήματα και αυτός διορισμένος από τον κυβερνήτη και προερχόμενος από την συνέλευση.

Δικαστική Εξουσία:

Θα υπήρχε ένα δικαστήριο ανώτατο, αποτελούμενο από τον Αρχιδικαστή ο οποίος θα διοριζόταν από τον κυβερνήτη και τον επικεφαλής υπουργό, και δύο άλλους δικαστές η περισσότερους δικαστές βάση των νόμων. Επιπλέον ο Radcliffe εισηγήθηκε την πρόταση εισαγγελέα, ο οποίος θα διορίζονταν από τον Κυβερνήτη σε διαβούλευση με τον επικεφαλής υπουργό. Η τελική πρόταση του Radcliffe ήταν η σύσταση ενός οργάνου διαιτησίας που θα αποτελείτο από ίσο αριθμό Ελλήνων και Τούρκων. Τα στελέχη του θα διορίζονταν από τον κυβερνήτη σε διαβούλευση με τον Αρχιδικαστή και τον επικεφαλής υπουργό. Ο ρόλος του οργάνου της διαιτησίας θα ήταν να δέχεται παράπονα από ατομικής πλευράς πολιτών, και πράξεις κακοδιαχείρισης από πλευράς της διοίκησης.

Παράγραφος 27 της Αναφοράς Radcliffe (1956 - 1957)

Έχοντας λάβει σοβαρά υπόψη μου το αίτημα που ετέθη ενώπιον μου από την πλευρά της τουρκοκυπριακής κοινότητας ότι πρέπει να τους δοθεί ίση εκπροσώπηση με αυτήν της ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Αν δεν το αποδεχόμουν για διάφορους λόγους δεν είναι γιατί δεν σέβομαι τα έκτροπα τα οποία υποκρύπτονται πίσω από το αυτό. Τούτο είναι ένα αίτημα του18% του πληθυσμού να μοιραστούν την πολιτική εξουσία εξίσου, με το 80%. Και αν εφαρμοστεί αυτό πρέπει να γίνει επί τη βάσει δύο στοιχείων. Είτε διότι είναι συμβατό σύμφωνα με τις αρχές ενός Συντάγματος το οποίο βασίζεται σε φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές που υποβάλλουν ότι η πολιτική εξουσία πρέπει να εξισορροπείται με τον τρόπο αυτό, είτε γιατί το πολιτικό αυτό ισοζύγιο είναι ο μόνος τρόπος για να προασπιστούν τα ζωτικά συμφέροντα αυτής της κοινότητας (τουρκικής) από την καταπίεση της πλειοψηφίας. Δεν πιστεύω ότι μπορώ να υποστηρίξω τίποτε άλλο από αυτό των «νομικών βάσεων».

Sir Hugh Foot:

  1. Θέλουμε να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία για την Κύπρο

 

  1. Θέλουμε να φέρουμε κοντά τις τρείς κυβερνήσεις της μεγάλης Βρετανίας της Ελλάδας και της Τουρκίας σε μια κοινή προσπάθεια για να διασφαλίσουμε ότι θα επιτύχουμε την λύση αυτή.

 

Ο Μακμίλαν εισηγήθηκε ένα συνεταιρισμό μεταξύ δύο κρατών για τον έλεγχο της Κύπρου με συνταγματικές ρήτρες: Η ελληνική και τουρκική κυβέρνηση θα διορίσουν ένα εκπρόσωπο για να εκτελέσουν αυτό το σχέδιο.

 

  1. Η ισχύς θα έχει ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής κυβερνήσεως με την κάθε κοινότητα να ασκεί αυτόνομα τα καθήκοντα της.

 

  1. Θα υπάρχουν δύο βουλές αντιπροσώπων μία για κάθε κοινότητα που θα ασκεί νομοθετική εξουσία.

 

  1. Η εξουσία για την εσωτερική διακυβέρνηση θα ασκείται από ένα συμβούλιο προεδρευόμενο, από τον κυβερνήτη, περιλαμβανομένων και από άλλων εκπροσώπων των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Επίσης θα περιλαμβάνει έξι εκλεγμένα στελέχη της Βουλής, οι οποίοι θα είναι οι τέσσερις Ελληνοκύπριοι και οι δύο Τουρκοκύπριοι.

 

  1. Οι εξωτερικές υποθέσεις όπως και τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας επαφίονταν στον κυβερνήτη ο οποίος θα δρα σε διαβούλευση με τις δύο κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας.

 

  1. Οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας θα έχουν το δικαίωμα της δικαστικής αναθεώρησης και νομοθεσίας όπου θεωρούν ότι θεσπίστηκε στην βάση των κριτήριων διακρίσεως.

 

Ζυρίχη 11/02/1959

 

Διάσκεψη για το Κυπριακό όπου συμμετείχαν η ελληνική και τουρκική κυβέρνηση και ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος για επίτευξη λύσης του Κυπριακού. Στο συνέδριο του Λονδίνου τον Φλεβάρη του 1959 έλαβαν μέρος οι πρωθυπουργοί της μεγάλης Βρετανίας της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας  και ο εκπρόσωπος των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Εκεί συμφωνήθηκε το μνημόνιο ]που αποτέλεσε τη βάση της τελικής διευθετήσεως του Κυπριακού ζητήματος. Το μνημόνιο που υπογράφτηκε 19/02/1959. Η ίδια η Συνθήκη Ανεξαρτησίας της Κύπρου η οποία καταρτίστηκε στο Λονδίνο πριν από την σύνταξη του Συντάγματος της κυπριακής Δημοκρατίας υπογράφτηκε στις 16/08/1960.

 

Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

Προσφυγή Μακαρίου για να αναθεώρηση «Δώδεκα Σημεία του Συντάγματος»

 

1)    Να εγκαταλειφτεί το δικαίωμα Veto του Προέδρου και Αντιπροέδρου.

2)    Ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας να υποβόηθα τον πρόεδρο σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας του προέδρου να ασκεί τα καθήκοντα του.

3)    Ό Έλληνας πρόεδρος της βουλής των αντιπροσώπων και ο Τούρκος αντιπρόεδρος να εκλέγονται από την βουλή εν τω συνόλω της, και όχι όπως μέχρι τότε ίσχυε να εκλέγεται. (Τότε εκλεγόταν ο Πρόεδρος από τους Έλληνες και ο Αντιπρόεδρος από τους Τούρκους).

4)    Οι Συνταγματικές διατάξεις που αφορούν και επιβάλλουν χωριστές πλειοψηφίες για την θέσπιση ορισμένων νόμων από την βουλή των αντιπροσώπων να καταργηθούν.

5)    Να καθιερωθούν ενιαίοι Δήμοι.

6)    Η Διοίκηση και ο μηχανισμός της δικαιοσύνης να ενοποιηθεί.

7)    Ο διαχωρισμός των σωμάτων ασφαλείας σε αστυνομία και χωροφυλακή να καταργηθεί.

8)    Η αριθμητική ισχύς των σωμάτων ασφαλείας και των στρατιωτικών σωμάτων να καθορίζεται δια νόμου.

9)    Η αναλογία συμμετοχής των ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων στην σύνθεση της δημόσιας υπηρεσίας και στην σύνθεση των σωμάτων ασφαλείας της Δημοκρατίας να τροποποιηθεί  κατά αναλογία του πληθυσμού ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.

10) Ο αριθμός των στελεχών της επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας να μειωθεί από δέκα σε πέντε.

11) Όλες οι αποφάσεις της επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας να λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.

12) Να καταργηθεί η ελληνική κοινοτική συνέλευση. (Το σημείο 2 και 4 είναι τα ίδια).

 

Δικαστική Εξουσία

 

Η δικαστική εξουσία ασκείται από το ανώτατο δικαστήριο και από τα ανώτατα δικαστήρια. Όσον αφορά το ανώτατο δικαστήριο περιλαμβάνει δύο δικαστές Έλληνας και Τούρκος οι οποίοι διορίζονται από τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο αντίστοιχα. Σήμερα εκλέγονται από εσωτερικές δικαστικές διαδικασίες. Η κύρια αρμοδιότητα του δικαστηρίου είναι ακριβώς να αποφασίζει για το αν οποιαδήποτε απόφαση ή, νόμος της βουλής είναι μερικώς ή καθ ’ολοκληρίαν ασύμβατος με τις διατάξεις και τις πρόνοιες του συντάγματος. Όσον αφορά το συνταγματικό δικαστήριο τούτο είχε ως πρόεδρο έναν μη πολίτη της Δημοκρατίας. Επίσης το συνταγματικό δικαστήριο έχει την αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσει τελεσίδικα επί οποιουδήποτε παραπόνου ή αποφάσεως ή παραλείψεως συνταγματικού πολιτειακού οργάνου που ασκεί διοικητικές αρμοδιότητες, επί του ισχυρισμού, ότι αυτή η απόφαση ή παράληψη, αντιβαίνει το σύνταγμα ή τις αρμοδιότητες ενός διοικητικού οργάνου. Το συνταγματικό δικαστήριο είχε το προνόμιο της συνταγματικής αναθεώρησης.

 

Βάσει του άρθρου 146 του συντάγματος το δικαστήριο έχει μόνο ακυρωτική δικαιοδοσία και όχι να υποχρεώνει στην ουσία, μια αίτηση ενώπιων του. Υπάρχει ευελιξία από τους δικαστές να εξετάζουν την περίπτωση.

 

Αρχή του Δεδικασμένου: Μια υπόθεση η οποία έχει κριθεί από το δικαστήριο και έχει οριστικοποιηθεί, θα ισχύει και σε κάθε μελλοντική παρόμοια υπόθεση.

 

Πέρα από το σύνταγμα υπάρχουν και οι ανεξάρτητοι θεσμοί:

 

Ø  Γενικός Εισαγγελέας

Ø  Επίτροπος Διοικήσεως

Ø  Γενικός Ελεγκτής

Ø  Γενικός Λογιστής

Ø  Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας

Ø  Επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας του Κράτους

 

*Όλοι οι Ανεξάρτητοι Θεσμοί περιλαμβάνουν Βοηθούς

 

Πέρα από τους αξιωματούχους, η δημόσια υπηρεσία (από το 1960), αποτελείται από το 70% Έλληνες και 30% Τούρκων.

 

Υπό την συνθήκη εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Δημοκρατία αναλαμβάνει την υποχρέωση να διατηρεί την ανεξαρτησία της, την εδαφική της ακεραιότητα και ασφάλεια όπως και τον σεβασμό στο σύνταγμα της. Επίσης αναλαμβάνει την υποχρέωση εν όλο, ή εν μέρει, σε οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική ένωση, με οποιοδήποτε κράτος, ( στο πρώτο άρθρο της συνθήκης εγγυήσεως). Οι εγγυήτριες δυνάμεις, Ελλάδα – Τουρκία, και Ηνωμένο Βασίλειο και ο ρόλος τους, καθορίζεται κυρίως στο άρθρο 4 της συνθήκης εγγυήσεως. Το άρθρο 181 της συνθήκης εγγυήσεως, αποτελεί τμήμα αναπόσπαστο της Συνταγματικής νομής και τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Κριτική Αξιολόγηση του Συντάγματος:

 

Είναι ξεκάθαρο ότι το συντάγματος της Κύπρου επεβλήθη στον Κυπριακό Λαό, με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. «Δοτό Σύνταγμα». Γιατί εδόθη από Βρετανούς Συνταγματολόγους και προσφέρθηκε κατά παρόμοιο τρόπο με αυτό που ο Μονάρχης έδινε κάποτε στους υπηκόους του. Το σύνταγμα της Κύπρου είναι ασύμβατο με αρχές όπως είναι η δημοκρατία, αλλά και αρχές του Δημοσίου – Συνταγματικού Διακαίου γενικώς. Καταρχάς παραβιάζεται η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, το δικαίωμα ενός λαού να καθορίζει το σύστημα διακυβερνήσεως του, χωρίς παραβιάσεις και την εξωτερική πολιτικής του χωρίς επίσης εξωτερικές παρεμβάσεις. Η αρχή της αυτοδιάθεσης παραβιάζεται συγκεκριμένα από την συνταγματική δομή καθώς σε κάποια άρθρα του συντάγματος παραμένουν αναλλοίωτα και μη τροποποιημένα (Άρθρο 182, παράγραφος 1 του Συντάγματος).

 

 

 

Η Συνταγματική Πρόνοια:

 

Αφορά τον διορισμό, την προαγωγή και πειθαρχία των στελεχών της δημόσιας υπηρεσίας, βάσει της απόλυτης πλειοψηφίας των μελών της επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με σταθερό αριθμό ψήφων, από την κάθε κοινότητα και ισοδυναμεί με το δικαίωμα veto, σε έκαστη κοινότητα.

 

Η συμμετοχή ελλήνων και τούρκων στην δημόσια υπηρεσία κατά ποσοστό 70% και 30% (Έλληνες και Τούρκοι αντίστοιχα), ή, σε κάποιες περιπτώσεις 60% και 40%, αντιβαίνει του δικαιώματος ίσων ευκαιριών προσβάσεως στην δημόσια υπηρεσία ενός κράτους όπως αυτό κατοχυρώνεται μέσα από το άρθρο 21 παράγραφος 5 της οικουμενικής διακήρυξης Δικαιωμάτων του ανθρώπου και στο άρθρο 25 του διεθνούς συμφώνου, περί ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων του 1966.

 

Το Τελικό Δικαίωμα Veto:

 

Το οποίο δόθηκε σε πρόεδρο και αντιπρόεδρο αναφορικά με νόμους της Βουλής ή αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου που αφορούν υποθέσεις εξωτερικών, άμυνας και ασφάλειας, αντίκειται διαμετρικά στην συνταγματική αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας.

 

De Smith Stanley: Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ίσως το πλέον άκαμπτο Σύνταγμα στον κόσμο. Είναι σίγουρα πιο λεπτομερές και με εξαίρεση το νέο σύνταγμα της Κένυα, το πλέον πολύπλοκο. Εμπεριέχει ελέγχους και ισορροπίες, διαδικασίες και ουσιαστικές ασφαλιστικές δικλείδες, εγγυήσεις και απαγορεύσεις. Ο Συνταγματισμός συγκρούεται σφοδρά με τον κοινοτισμό, ουδέποτε οι εκπρόσωποι μιας πολιτικής πλειοψηφίας έχουν τεθεί ενώπιων τόσο σοβαρού εμποδίου από τους συντάκτες αυτού του συντάγματος.

 

Αντισυνταγματικό Προνόμιο Veto

 

Ένα συνηθισμένο αντισυνταγματικό προνόμιο είναι το φαινόμενο της αρνησικυρίας (Veto), σε αποφάσεις διοικητικού συμβουλίου ή της βουλής οι οποίες σχετίζονται με ζητήματα εξωτερικών, άμυνας και ασφάλειας, όπως διαλαμβάνει το άρθρο 50 του συντάγματος. Το κύριο όργανο εκτελεστικής εξουσίας είναι το υπουργικό συμβούλιο, το οποίο βάση του Κυπριακού Συντάγματος, εμπεριέχει 7 υπουργούς Έλληνες και Τούρκους. Οι Έλληνες υπουργοί επιλέγονται από τον Έλληνα Πρόεδρο και οι Τούρκοι από τον Τούρκο αντιπρόεδρο. Το υπουργικό συμβούλιο είναι το ύπατο όργανο άσκησης πολιτικής. Επιπλέον ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος έχουν την συνταγματική υποχρέωση να κοινοποιούν τους νόμους που θεσπίζει η βουλή και τις αποφάσεις που λαμβάνει το υπουργικό συμβούλιο. Οι δύο αυτοί αξιωματούχοι είχαν την συνταγματική υποχρέωση να κοινοποιούν αποφάσεις των κοινοτικών συνελεύσεων. Επίσης είχαν το συνταγματικό προνόμιο να αναπέμψουν τις κοινοτικές συνελεύσεις στο συνταγματικό δικαστήριο της χώρας για να κριθεί αν ήταν συμβατές στην βάση συνταγματικών προνοιών.

 

 

 

 

 

Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων: Ελληνοκύπριος

 

Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων: Τουρκοκύπριος

 

Εκλέγονται χωριστά από εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων. Σε περίπτωση απουσίας ή κενώσεως της θέσεως τους, θα διεξαχθούν εκλογές και στο μεσοδιάστημα τα καθήκοντα τους θα ασκούνται από τον γηραιότερο (σε θητεία), εκπρόσωπο έκαστης κοινότητας. Επομένως η βουλή δεν μπορεί να διαλυθεί από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της, παρά μόνο με δική της απόφαση. Βάση του άρθρου 78 του συντάγματος, οι νόμοι της βουλής των αντιπροσώπων, παίρνουν και θεσπίζονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών. Οποιαδήποτε τροποποίηση του εκλογικού νόμου, ή οποιοσδήποτε νόμος αφορά τους Δήμους και επιβάλει φορολογίες απαιτεί και πάλι την απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων που λαμβάνουν μέρος στην ψηφοφορία. Δηλαδή, απλή πλειοψηφία αντιστοίχως. 

 

Σχέσεις μεταξύ Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας:

 

Ερώτημα 1: Μπορούν τα ίσια άτομα ή πολιτειακά όργανα να αποτελούν μέρος και των δύο εξουσιών;

 

Στον Κοινοβουλευτισμό υπάρχει ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο (συνταγματικό εθιμικό δίκαιο), βάση του οποίου οι υπουργοί είναι μέλη του ενός ή του άλλου τμήματος του κοινοβουλίου.

 

Ερώτημα 2: Η βουλή ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, ή το αντίστροφο;

 

Το ερώτημα αγγίζει την καρδιά της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Κατά μια έννοια η βουλή των κοινοτήτων τελικώς ελέγχει την εκτελεστική εξουσία. Και αυτό γιατί η βουλή μπορεί να διώξει από την εξουσία, μια κυβέρνηση η οποία έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης. Ψήφος εμπιστοσύνης σημαίνει η ικανότητα να διοικεί να ελέγχει μια κυβέρνηση την πλειοψηφία της βουλής επί ενός ζητήματος μεγίστης πολιτικής.

 

Στην Αγγλία ο Callaghan, είχε χάσει την πλειοψηφία και διώχνεται από την βουλή το (1979). Μια εκτελεστική εξουσία δεν ασκεί  επιρροή, συνέχεια.

 

Η εκτελεστική εξουσία και η βουλή ασκούν η κάθε μία τα καθήκοντα της άλλης. Το πλέον ουσιαστικό πεδίο στο οποίο η εκτελεστική εξουσία ασκεί λειτούργημα νομοθετικό, (delegated legislation = Νομοθεσία). Η νομοθετική εξουσία αναθέτει το καθήκον της νομοθεσίας στην εκτελεστική επί ενός συγκεκριμένου ζητήματος. Η βουλή ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο στις πολιτικές της κεντρικής κυβέρνησης, (Με τις Επιτροπές). Και στα δύο συστήματα «Προεδρικά και Κοινοβουλευτικά συστήματα.

 

Ερωτήματα σε σχέση με την εκτελεστική και την δικαστική εξουσία

 

  1. Τα ίδια άτομα μπορούν να αποτελούν μέλη της Δικαστικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας;

 

Στην Αγγλία, ενώ αποκαλούνται Βασιλικά δικαστήρια δεν υπάγονται στον έλεγχο του στέμματος. Ειδική επιτροπή εξετάζει ζητήματα της Κοινοπολιτείας.

 

  1. Η εκτελεστική ελέγχει την Δικαστική ή το αντίστροφο;

 

Οι δικαστές διορίζονται από εσωτερικές διαδικασίες του ίδιου του δικαστικού σώματος. Σε αντίθετη περίπτωση προς τις ΗΠΑ, (πχ, όπου οι δικαστές διορίζονται μεν από τον πρόεδρο αλλά ο διορισμός του επικυρώνεται από το κογκρέσο).

 

Στην Αγγλία ο τελικός διορισμός των δικαστών διενεργείται από την εκτελεστική εξουσία. Όμως η δικαστική ανεξαρτησία είναι διασφαλισμένη δια νόμου, δια συνταγματικού εθίμου, αλλά και από την δημόσια γνώμη των λειτουργών του συνταγματικού δικαίου.

 

Από το 1200, οι δικαστές Ανωτάτων δικαστηρίων διατηρούν το αξίωμα τους λόγο καλής συμπεριφοράς. Συνεπώς η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από όλες τις εξουσίες. Βασική αρμοδιότητα του δικαστικού λειτουργήματος είναι η προστασία των πολιτών έναντι παράνομων πράξεων των αξιωματούχων της κεντρικής κυβέρνησης. Οι δικαστές έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να αναθεωρούν αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης.

 

Συνταγματικές Συμβάσεις

 

Πολιτική Ευθηνή

 

Οι συμβάσεις αυτές ισχύουν σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα.

 

Στην Ελλάδα εκφέρονται ως συνθήκες πολιτεύματος

 

Οι συμβάσεις γεννήθηκαν στην Βρετανία ως μορφή συμβάσεως (Κανόνες), μεταξύ του ηγεμόνος = Βασιλέα και των υπηκόων του. Επρόκειτο για ένα συμβόλαιο τιμής μεταξύ του μονάρχη και του λαού του, (σε περίπτωση πολιτικών σφαλμάτων, ή, παραλήψεων ο ηγεμόνας είχε την υποχρέωση να αναλάβει πολιτική ευθύνη). Αυτό ήταν ένα βήμα εκδημοκρατισμού της χώρας για αυτό και οι συνταγματικές συμβάσεις είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την δημοκρατική αρχή. Οι Συμβάσεις είναι συνταγματικές διότι αποτελούν μέρος του άγραφου συντάγματος της Βρετανίας και του Συνταγματικού Δικαίου της κάθε Δημοκρατική χώρας, εξού και έχουν συνταγματική σημασία και ισχύ.

 

Ορισμός των Συνταγματικών Συμβάσεων

 

Πολλοί κανόνες συνταγματικής συμπεριφοράς, οι οποίοι τηρούνται από τον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό, τους υπουργούς, κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους, δημόσιους αξιωματούχους γενικά, ακόμα και δικαστές, δεν εμπερικλείονται ούτε σε νόμους, ούτε σε δικαστικές αποφάσεις.

 

Dicey: Έχει ορίσει τις συμβάσεις οι οποίες ενσωματώθηκαν στο συνταγματικό δίκαιο ως αναπόσπαστο τμήμα του. Πρόκειται για εθιμικό Συνταγματικό Δίκαιο (Πηγή συνταγματικού δικαίου).

 

 

 

Παραδείγματα Συμβάσεων

 

Οι κυβερνήσεις στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες παραιτούνται όταν χάνουν την ψήφο εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου, εκτός όταν παραμένουν στην εξουσία.

Οι υπουργοί επεξηγούν την πολιτική τους και παρέχουν πληροφόρηση στο κοινοβούλιο, εκτός όταν την κρατούν, χάριν σε αυτό. Οι υπουργοί παραιτούνται αν, σοβαρά λάθη διαπραχθούν, υπό των υπουργείων τους και των συναδόντων προς αυτά τμημάτων, εκτός εάν διατηρούν το αξίωμα τους.

Συνταγματικές Συμβάσεις

Συλλογική Ευθύνη                                              Ατομική Ευθύνη

1)    Κανόνας Εμπιστευτικότητας                         Πολιτική Ευθύνη για όλους

2)    Κανόνας Ομοφωνίας

α) Εμπιστευτικότητα: Το 1976 κατόπιν κυβερνητικής ήττας επί του ετήσιου προϋπολογισμού η Thatcher, δήλωσε τα εξής: Όταν προκύπτει ήττα επί ενός ζητήματος μεγίστης οικονομικής στρατηγικής, κεντρικό ζήτημα της υπερισχύσεως του κοινοβουλίου έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, αυτό είναι ζήτημα παραιτήσεως.

Max Beloff: Είναι ασύμβατη η σχέση αυτή. Η κυβέρνηση πρέπει να παραιτηθεί όταν το κοινοβούλιο δεν εγκρίνει την πολιτική της.

Ο πρωθυπουργός Macdonald, είχε χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης το 1924, και ο Callaghan το 1979 και κανένας δεν παραιτήθηκε. Διέλυσαν το κυβερνητικό σώμα και προκήρυξαν εκλογές και διεκδίκησαν εξουσία. Ο Callaghan έχασε τις εκλογές, ενώ ο Macdonald κέρδισε.

β) Ομοφωνία: Στην Βρετανία αποφασίζει ο πρωθυπουργός πότε και υπό ποιες περιστάσεις εφαρμόζεται αυτός ο κανόνας.

Ανάληψη Προσωπικής Ευθύνης = (Εθιμικό Δίκαιο)

Thomas Dugdale: Παραιτήθηκε για κακοδιαχείριση, αναφορικά με την διαχείριση ακίνητης ιδιοκτησίας. Σκάνδαλο crichel down, παραίτηση για τα λάθη των υφισταμένων του, υπόθεση 1954.

Λόρδος Carrington: Παραιτήθηκε γιατί δεν προέβλεψε την επέμβαση της Αργεντινής στα νησιά Falklands, το 1982.

 

 

 

 

 

 

 

Ο Κατεξοχήν Κανόνας

 

Πολιτική Ευθύνη για όλους

David Maxwell Fyfe: Δεν παραιτήθηκε για γενόμενη πράξη την οποία ως υπουργός έκρινε ότι δεν είχε εκ των πρότερων γνώση, οπότε και δεν ήταν υποχρεωμένος να παραιτηθεί.  

Leroy Boyd (1959): Δεν παραιτήθηκε γιατί στην περίπτωση που συζητάτε η βάναυση μεταχείριση και εκμετάλλευση κρατουμένων στην Κένυα, εντός της βουλής των κοινοτήτων, ο ίδιος αποδεδειγμένα δεν είχε προσωπική ευθύνη.

Το ενδεχόμενο διαστρεβλώσεως του δόγματος προσωπικής ευθύνης, μειώνεται από την λειτουργία των λεγόμενων ειδικών επιτροπών του κοινοβουλίου οι οποίες διεξάγουν έλεγχο της πολιτικής και των υπουργών.

Ombudsman = Επίτροπος Διοικήσεως: Το όργανο που ελέγχει συνταγματικά τους φορείς κοινοβουλευτικών επιτροπών. Χρήζει βελτιώσεως ο φορέας αυτός καθώς διαχειρίζεται ζητήματα κακοδιαχείρισης και δεν ελέγχει ζητήματα πολιτικής.

Συνταγματολόγος: Οι συνταγματικές συμβάσεις πολιτικής ευθύνης πρέπει να εφαρμόζονται διαφορετικά προκύπτουν εμπόδια. Διαφαίνεται η αρνητική σχέση μεταξύ συνταγματικού δικαίου και πολιτικής πρακτικής. Πρέπει να γίνει διασάφηση πότε ένας πολιτικός είναι πολιτικά υπόλογος και πολιτικά υπεύθυνος.

 

Πολιτικά υπόλογος έχει την υποχρέωση να λογοδοτεί για τις πράξεις του, ένας υπουργός λογοδοτεί ενώπιων κυρίως του κοινοβουλίου.

Πολιτικά υπεύθυνος είναι όταν προσωπικώς αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη. Ο πολιτικός δεν είναι κατά ανάγκη πάντοτε υπεύθυνος αλλά είναι σε κάθε περίπτωση υπόλογος.

Πολιτική Ευθύνη vs. Ποινική Ευθύνη

Υπάρχουν και τα δύο είδη ευθυνών και είναι ενδεχόμενο να συντρέχουν και δρουν ανεξάρτητα.

Δημοκρατική Αρχή

1)    Έννοια της Αρχής

2)    Συνταγματικές Εγγυήσεις υφίστανται για την τήρηση της Δημοκρατικής Αρχής.

Έννοια της Αρχής: Η δημοκρατία έ πρώτη αφορά έχει δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά την δημοκρατία ως πολίτευμα και η δεύτερη αφορά την δημοκρατία ως αρχή του συντάγματος.

Δύο βασικές συνιστώσες: Η πρώτη λέγεται ορολογική. Με τον όρο δημοκρατία χαρακτηρίζονται τα πολιτεύματα στα οποία οι συνταγματικές τους διακηρύξεις δηλώνουν ότι εξουσιάζει ο Δήμος = ο Λαός. Πηγή εξουσίας είναι ο λαός. Η δεύτερη λέγετε νομιμοποιητική. Κοινό στοιχείο των δημοκρατικών πολιτευμάτων είναι η θέσπιση τέτοιων διαδικασιών παραγωγής κρατικής βουλήσεως, ώστε να ταυτίζεται η κρατική βούληση με την λαϊκή βούληση.

Η δημοκρατία απαρτίζεται από δύο κοντινές έννοιες. Την Ελευθερία και την ισότητα. Στην ουσία πρόκειται για δύο θεμελιώδης έννοιες που απαρτίζουν το νόημα της δημοκρατίας.

1)    Η δημοκρατία συνεπώς ερμηνεύει την ταύτιση της βουλήσεως των κυβερνόντων και των κυβερνωμένων. Πρέπει να προκύπτει ταύτιση της βουλήσεως του κυρίαρχου λαού με την βούληση του εκλογικού σώματος.

2)    Πρέπει να προκύπτει στην δημοκρατία ταύτιση της βουλήσεως του εκλογικού σώματος με την βούληση της πλειοψηφίας του. Στοιχείο της Δημοκρατίας είναι η αρχή της πλειοψηφίας. Το γένος είναι η Δημοκρατία και το είδος η πλειοψηφική αρχή.

3)    Είναι ανέκαθεν αντικειμενικά ορθή η γνώμη μιας πλειοψηφίας.

Η προϋπόθεση εφαρμογής της αρχής αυτής είναι η ενεργοποίηση του λαού με την ευρεία έννοια του όρου. Δηλαδή οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να μετέχουν.

Κασιμάτης: Σε ένα αντικειμενικό σύστημα δημοκρατίας είναι η επιβολή της δημοκρατίας εκ των άνω, είναι ιστορικά ανύπαρκτη. Εξού και η δημοκρατική νομιμότητα βασίζεται σε μια διαδικασία παραγωγής πολιτικής βουλήσεως η οποία κινείται από κάτω προς τα πάνω. Από την λαϊκή βάση, το εκλογικό σώμα προς το κοινοβούλιο  και από την βουλή προς την κεντρική κυβέρνηση.

Σε πιο μέτρο και σε πιο βαθμό οι επιλογές και οι αποφάσεις των συνταγματικών εξουσιών και των εκλελεγμένων δημοκρατικών πολιτικών, χαίρουν της συναίνεσης του κυρίαρχου λαού. Οι εξουσίες σε μια σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εκφράζουν πάντοτε τον λαό και την βούληση.

Είναι προϋπόθεση και καθήκον μιας πολιτείας να ενημερώσει τους πολίτες για την θέσπιση οποιουδήποτε νόμου. Η δημοσιοποίηση των νόμων είναι η προϋπόθεση της λειτουργίας της δημοκρατίας και η κοινοποίηση αυτή υπακούει στην αρχή της διαφάνειας.

α) Η αρχή της δημοσιότητας των πρακτικών ης βουλής, (66 άρθρο παράγραφος 6), διασφαλίζει την δημοσιότητα των συνεδριών της βουλής). Βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 9, δημοσιευμένες είναι ορισμένες συνεδριάσεις των δικαστηρίων.

 

 

Βασικές Εγγυήσεις της Δημοκρατικής Αρχής

α) Τήρηση διάκρισης των εξουσιών

β) Η θεμελιακή αρχή του αιρετού αρχηγού κράτους ο οποίος και στην κοινοβουλευτική και την προεδρική δημοκρατία είναι ο Πρόεδρος.

γ) Αρχή του κράτους Δικαίου, που διασφαλίζει τον περιορισμό της άμετρου εξουσίας από το δίκαιο και διαμορφώνει την λαϊκή βούληση υπό καθεστώς ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η τήρηση της δημοκρατικής αρχής αποφαίνεται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια την βούληση του λαού.

Κράτος Δικαίου

Ισχύς του Δικαίου

Πρέπει το ισχύον δίκαιο να υπερισχύει

Είναι μια βασική συνταγματική σύμβαση η οποία ενυπάρχει και στις διεθνής συμβάσεις και στο κοινοτικό δίκαιο.

Η έννοια του κράτους δικαίου είναι πολύ γενική. Έχει όμως μια πολύ συγκεκριμένη παράδοση και περιεχόμενο. Δεν σημαίνει κατά ανάγκη μια δίκαιη πολιτεία. Εμφανώς σημαίνει και αυτό, συγκεκριμένα σημαίνει ότι κάθε πράξη της κρατικής εξουσίας πρέπει να διέπεται ή πρέπει να υπάγεται στην ισχύ του δικαίου.

α) Ως έννοια της συνταγματικής παράδοσης ο όρος κράτος δικαίου για πρώτη φορά εμφανίζεται στα «πολιτικά» του Αριστοτέλη, όπου παρατηρείται η πρώτη εμφάνιση της συνταγματικής αρχής. Αναδύεται και πάλι αυτή η αρχή με έμφαση στη Βρετανία σε στιγμές αμφισβήτησης και υποχώρησης της μοναρχικής εξουσίας.

β) Η ισχύς του νόμου: Μαζί με την αρχή της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας, σηματοδοτούν την μετάβαση από την κυριαρχία του μονάρχη στην υπεροχή της βούλησης.

Εξειδικεύοντας την αρχή διατυπώνονται τρείς κανόνες:

α) Ο κανόνας του αποκλεισμού κάθε αυθαίρετης εξουσίας.

β) Η υπαγωγή των κρατικών λειτουργών της διοικήσεως στον νόμο και την δικαιοδοσία των δικαστηρίων.

γ)  Τα ατομικά δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του συντάγματος.

Στο Ηπειρωτικό νομικό σύστημα με όμοια αφετηρία δηλαδή τον θεσμικό περιορισμό του μονάρχη, γεννήθηκε η αρχή του κράτους δικαίου και στην Γερμανική θεωρία. Πριν από τις συνταγματικές κατακτήσεις της αστικής τάξης, απέναντι στην μοναρχία η εκτελεστική λειτουργία, ως προϋπόθεση των πράξεων της, είχε την θέληση του Μονάρχη. Αυτό σήμαινε ότι το κριτήριο νομιμότητας των πράξεων της διοικήσεως ήταν η βούληση η βούλησης του μονάρχη. (Αυτό το φαινόμενο, ονομάζεται στο γερμανικό συνταγματικό δίκαιο), ως αρχή του αστυνομικού κράτους.

Η σχετική κατοχύρωση της αστικής τάξεως εντός μιας συνταγματικής μοναρχίας, συνίσταται στην εξασφάλιση ότι η επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην ιδιοκτησία και ελευθερία των πολιτών έχει ως προϋπόθεση νόμο ψηφισμένο από την βουλή. Αυτή η κατάκτηση ονομάστηκε αρχή του κράτους δικαίου.

Η αρχή του κράτους δικαίου σημαίνει εφαρμογή της αρχής της διάκρισης εξουσιών με πολιτικό επίκεντρο την διάκριση εκτελεστικής εξουσίας και βουλής. Σημαίνει εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης. Η κρατική διοίκηση αυτοπεριορίζεται όσον αφορά την στάση της έναντι των διοικούμενων από τους νόμους και πρωτίστως  από το σύνταγμα. Οι αξιώσεις του ατόμου και του πολίτου, μπορούν εντός ενός κράτους δικαίου (βάση της αρχής του κράτους δικαίου), μπορούν να διεκδικηθούν με ένδικα μέσα, ενώπιων δικαστικών οργάνων τα οποία απολαμβάνουν δικαστική ανεξαρτησία.

Εφαρμογές και σημασίες στην σύγχρονη εποχή

1)    Η αρχή του κράτους δικαίου, σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να υφίσταται ευνομούμενη πολιτεία παρά αναρχία. Η οικουμενική διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων δηλώνει το εξής: Είναι αναγκαίο ακριβώς για να μην είναι αναγκασμένος ο πολίτης να επαναστατεί εναντίον της τυραννίας και καταπίεσης, να εφαρμόζονται και να προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως ορίζει η αρχή του κράτους δικαίου.

2)    Η αρχή του κράτους δικαίου στην σύγχρονη εποχή σημαίνει η διακυβέρνηση γενικώς να υπάγεται στις επιταγές του νόμου. Στην υπόθεση  «Carrington», αποφασίστηκε ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί έρευνα εις βάρος πιλότου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί δικαστικό ένταλμα, (warrant legal = Διακστικό ένταλμα), (Μέρος Β, ατομικά δικαιώματα).

3)    Η αρχή του κράτους δικαίου έχει την διάσταση γενικής πολιτικής αρχής. Το κράτος δικαίου πρέπει να εφαρμόζεται ακόμα και πέρα από την αρχή της νομιμότητας. Μια κυβέρνηση στις πολιτικές της ενέργειες πρέπει και πάλι να λειτουργεί με πνεύμα δικαιοσύνης, (enquiry = δικαιοσύνη = επιείκεια).

Ατομικές Ελευθερίες

Ελευθερία έκφρασης

Το μέρος Β΄, του κυπριακού συντάγματος εμπερικλείει τις βασικές διατάξεις της ευρωπαϊκής συμβάσεως δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ένα άτομο έχει δικαιώματα και περιορισμούς.

 

Άρθρο 10, της συμβάσεως περί δικαιωμάτων του ανθρώπου

Η ελευθερία της έκφρασης υπόκειται σε τέτοιες προϋποθέσεις, περιορισμούς, ή ποινές, όπως ορίζεται ο νόμος, στοιχεία αναγκαία για μια δημοκρατική πολιτεία, προς όφελος της ιδιωτικής και δημόσιας ασφάλειας, της αποτροπής ανομίας και εγκλημάτων για την προάσπιση των ηθών την προστασία της υστεροφημίας των πολιτών και της αποτροπής δημοσιοποιήσεως πληροφοριών που έχουν ληφθεί εμπιστευτικώς.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις προς την ελευθερία της έκφρασης

Η νομοθεσία ου 2000 που αφορά την δημοσιοποίηση και διαφύλαξη πληροφοριών θέτει το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να κινείται η ελεύθερη έκφραση. Επιπλέον ο νόμος του 1981 περί της καταφρονήσεως του δικαστηρίου επιτρέπει στους δημοσιογράφους να μην αποκαλύπτουν τις πηγές τους παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Αγγλικός κινηματογράφος: Η νομοθεσία του 1909 ορίζει ότι οι τοπικές αρχές έχουν το δικαίωμα να δίνουν άδειες λειτουργίας στους κινηματογράφους για σκοπούς προβολής. Τα προγράμματα έχουν τροποποιηθεί με την νομοθεσία 1985 – 1992, βάση των οποίων διατηρήθηκαν οι δικαιοδοσίες των τοπικών αρχών με την προσθήκη αλλαγών. Αυτές οι αρχές επιβάλουν όρους περιοριστικούς για παιδιά ως προς την παρακολούθηση ακατάλληλων ταινιών. Υπάρχει δε ένα ειδικό συμβούλιο για την κατάταξη των ταινιών το οποίο ακριβώς κατηγοριοποιεί τις διάφορες ταινίες με ειδική αναφορά στην εισδοχή ή μη,  παιδιών κάτω των 18 ετών. Επίσης με βάση  τον νόμο περί ποινικού δικαίου του 1987, είναι δυνατόν να κινηθούν ποινικές διαδικασίες εναντίον ταινιών οι οποίες παραβιάζουν τα δημόσια ήθη με εξαίρεση (με επιχειρήματα υπεράσπισης), ότι αυτές οι ταινίες είναι θετικές για το δημόσιο καλό προς όφελος της μάθησης και της λογοτεχνίας.

Θέατρο: Για πολλά χρόνια οι παραστάσεις ήσαν υποκείμενες σε πολιτειακό έλεγχο όμως ο νόμος του 1968, περί θεάτρου, κατήργησε την προϋπόθεση αδιοδότησης. Υπάρχει και εδώ η ευχέρεια ποινικών διώξεων έναντι θεατρικών παραστάσεων οι οποίες βλάπτουν την δημοσιοποίηση και οι οποίες εμπεριέχουν προσβλητικές συμπεριφορές ή προσβλητικά λόγια.

Τύπος: Η ιστορική ελευθερία του τύπου σημαίνει ότι οποιοδήποτε άτομο ή εταιρεία μπορεί να δημοσιοποιήσει μια εφημερίδα χωρίς να έχει λάβεις εκ των προτέρων επίσημη έγκριση υπό τον όρο ότι αυτή η δημοσιοποίηση δεν αντιβαίνει οποιαδήποτε ποινικής νομοθεσίας. Ειδική νομοθεσία του 2003 αποσαφήνιζε τους όρους δημοσιοποίησης μιας εφημερίδας. Η ελευθερία της εκφράσεως υπόκειται ενίοτε σε κατάχρηση εξού και συγκροτήθηκε μια επιτροπή παραπόνων για τον τύπο εν έτη 1991, (η επιτροπή είναι αντίστοιχη της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, στην Κύπρο). Αυτή η επιτροπή εξετάζει περιπτώσεις στις οποίες ο τύπος προβαίνει ενδεχομένως στην διάπραξη πολιτικών ή ποινικών αδικημάτων. Τα παράπονα που τίθενται ενώπιων αυτής της επιτροπής αφορούν την παραβίαση του κώδικα πρακτικής δημοσιεύματος, του 1991, που αφορά ακριβώς το πώς η βιομηχανία του τύπου πρέπει να διαχειρίζεται τα κοινά με ακρίβεια. Παρόμοιες διατάξεις που αφορούν το ζήτημα αυτό, βρίσκει κανείς στον νόμο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 1998.

Κρατική Ραδιοτηλεόραση

Μέχρι το 1954 το BBC απολάμβανε το μονοπώλιο στην μετάδοση ειδήσεων. Ο οργανισμός αυτός που είναι κρατικός είναι θεμελιωμένος πάνω σε βασιλικό διάταγμα και ο πρόεδρος του όπως και το διοικητικό συμβούλιο διορίζεται από την εκτελεστική εξουσία με εισήγηση του πρωθυπουργού.

Καθήκοντα: Πρέπει να δημοσιοποιεί τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και πλην ο οποιοσδήποτε υπουργός της κυβερνήσεως μπορεί να απαιτήσει να μεταδοθούν οι δηλώσεις του. ο υπουργός πολιτισμού της χώρας που είναι και αρμόδιος για ζητήματα μεταδόσεων, μπορεί να απαιτήσει την μη μετάδοση ορισμένων στοιχείων. Εν συνεχεία το BBC, δεν μπορεί να μεταδώσει την δική του γνώμη σε ζητήματα δημόσιας πολιτικής, και έχει το καθήκον να πράττει ότι είναι δυνατόν ώστε διάφορα ζητήματα να προβάλλονται με ακρίβεια και αμεροληψία. Η αμεροληψία δεν σημαίνει απόλυτη ουδετερότητα πάνω σε πολιτειακά ζητήματα.

Κώδικας ο οποίος αφορά το BBC, και επίσης άλλους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και διαλαμβάνει ότι η ελευθερία έκφρασης βρίσκεται στην καρδιά οποιασδήποτε δημοκρατικής πολιτείας, διατυπώνει επίσης ότι η ραδιοτηλεόραση και οι μεταδώσεις της είναι αλληλένδετες προς την ελευθερία εκφράσεως. Ταυτοχρόνως διαπιστώνεται ότι η ελευθερία της έκφρασης φέρει μαζί της ευθύνες και υποχρεώσεις και είναι ευθύνη των δημοσιογράφων να φέρουν όρια στις μεταδώσεις τους. Ο κώδικας αυτός εμπεριέχει κατευθυντήριες γραμμές για τους δημοσιογράφους ως προς την ανάγκη αμεροληψίας τους. Υπάρχει ειδικό κεφάλαιο στον κώδικα αυτό, το οποίο τονίζει ότι πρέπει να δίνεται έμφαση στην κάλυψη πολιτικών αναμετρήσεων εν όψει εκλογών. Υπάρχει η ευχέρεια προσφυγής στην δικαιοσύνη από πλευράς ατόμων  τα οποία επηρεάζονται αρνητικά από την παραβίαση του κώδικα πρακτικής.

Υπόθεση Houston vs. BBC

Εξεδόθη διάταγμα το οποίο απαγόρευε στον οργανισμό του BBC, την μετάδοση μιας εκτενούς συνέντευξης με τον πρωθυπουργό η οποία έλαβε χώρα στην Σκωτία τρείς μέρες πριν τις τοπικές εκλογές, (1995). Δεικνύει την παραβίαση της δικαστικής εξουσίας για συμμόρφωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης και δει του  BBC, προς τις επιταγές του κώδικα ηθικής.

Tort Law (Αστικά Αδικήματα)

Δημόσια Δυσφήμιση

Η δημοσιοποίηση δυσφημιστικού υλικού κατέστει ποινικό αδίκημα στη Βρετανία είδη από το 1640. Σήμερα σπάνια υπάρχουν ποινικές διαδικασίες και ποινικές διώξεις για την δημόσια δυσφήμηση.

Ποινικός Λίβελος (Criminal Libel)

Πρέπει να προκύψει σοβαρής μορφής δυσφήμηση, ώστε να ενεργοποιηθούν ποινικές διαδικασίες για λίβελο. Στην Βρετανία, βάση σχετικής νομοθεσίας του 1072, δεν μπορεί να ξεκινήσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία  ια λίβελο προς το δικαστήριο, χωρίς το διάταγμα Ανώτατου δικαστηρίου. Το 1982, υπήρξε εισήγηση στην Βρετανία να περιοριστεί ο ποινικός λίβελος στις περιπτώσεις όπου αυτός που δυσφημεί γνωρίζει εκ των προτέρων ότι, οι δηλώσεις του είναι μη αληθής, και ότι αυτές μπορούν να προξενήσουν σημαντική βλάβη στο θύμα.

Υπόθεση John vs. Mirror Group Newspapers

Σε αυτή την υπόθεση οι Βρετανικές δικαστικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι οι ένορκοι πρέπει να καθοδηγούνται στενότερα σε υποθέσεις ποινικών λιβέλων και η υπόθεση αυτή ήταν με την απόφαση που εφαρμόστηκε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο.

Συναφώς προς τους λιβέλους, υπάρχουν αντίστοιχα επιχειρήματα υπεράσπισης. Υο πλέον βασικό επιχείρημα που ένας κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει δήλωση στην οποία ο ίδιος προέβει, αντικατοπτρίζει την αλήθεια. Σε παράλληλες δικαιοδοσίες (όπως ΗΠΑ), υπάρχει πολύ πιο μεγάλη ελευθερία έκφρασης, στα ΜΜΕ, ιδίως όταν δημοσιεύουν στοιχεία δημοσίου συμφέροντος.

Βασιλικά Προνόμια

Βασιλικά Προνόμια εννοιολογικός προσδιορισμός:

 Ιδιότητες που αφορούν το στέμμα οι οποίες πηγάζουν από το κοινοδίκαιο (νομολογία) και όχι από την νομοθεσία και διατηρούνται ακέραια.

Αυστηρώς ομιλούντες, τα προνόμια αναγνωρίζονται δεν δημιουργούνται από την νομολογία, διότι η πηγή τους εντοπίζεται στο Συνταγματικό εθιμικό δίκαιο. Λόγω πολιτικών συγκυριών τα βασιλικά προνόμια έχουν αισθητά μειωθεί, ότι παραμένει απέμεινε στην εκτελεστική εξουσία.

Οι εξουσίες που απορρέουν από τα βασιλικά προνόμια ασκούνται από το στέμμα το οποίο συμβολίζει πια την κεντρική κυβέρνηση. Εντούτοις ο μονάρχης είναι επίσης εμπλεγμένος στην άσκηση των προνομίων. Είναι αξιοσημείωτο πως το κοινοβούλιο μπορεί ακόμα και να ακυρώσει τα βασιλικά προνόμια.

Ενότητες:

1)    Σχέση μεταξύ βασιλικών προνομίων και νομοθεσίας.

2)    Σχέση μεταξύ προνομιών και δικαστηρίου.

3)    Σχέση μεταξύ προνομίων και υπουργών.

Προνόμια και Κοινοβούλιο

Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι το κοινοβούλιο μπορεί ρυτά να περιορίσει ή, να καταργήσει τα βασιλικά προνόμια. Ένα παράδειγμα συνέβη με την θέσπιση του νόμου περί δικαστών που αφορούν το στέμμα του 1947, προς την θέσπιση αυτού του νόμου το στέμμα είχε ασυλία για πολιτικές αγωγές, αναφορικά προς τις συμβάσεις και τα αστικά αδικήματα. (Ο όρος υποδηλώνει την κεντρική κυβερνητική ασυλία που περιορίστηκε στον βασιλέα υπό την ιδιότητα του καθότι η παράγραφος του νόμου 40 αυτού, προβλέπει ότι η θέση αυτού του βασιλέως παραμένει ανεπηρέαστη).

Το κοινοβούλιο μπορεί να καταργήσει να περιορίσει ή να διατηρήσει πτυχές των προνομίων όπως το ίδιο επιθυμεί. Αυτό που είναι λιγότερο βέβαιο είναι η κατάσταση στην οποία τα προνόμια ούτε ρητά καταργούνται ούτε συντηρούνται αλλά προκύπτει η ψήφισης ενός νόμου ο οποίος καλύπτει το ίδιο φάσμα όπως και το προνόμιο εν τω συνόλω, ή, εν μέρει, ώστε νομοθέτημα και προνόμιο φαίνεται να συνυπάρχουν.

Το στέμμα μπορεί να πράξει βασιζόμενο είτε στο προνόμιο είτε στην νομοθεσία αναλόγως της περιστάσεως και των συμφερόντων του;

Το στέμμα μπορεί να το πράξει αυτό κατά μια γνώμη η οποία εκφράστηκε στην υπόθεση (A-G. vs. Diverges Royal) Γενικού Εισαγγελέως. Το ύπατο εφετείο αποφάνθηκε ότι πρέπει να ισχύσει η νομοθεσία και ότι αν το βασιλικό προνόμιο είναι ασύμβατο με την νομοθεσία, το προνόμιο ακυρώνεται αυτομάτως.

Το προνόμιο αναβιώνει όταν το νομοθέτημα ακυρωθεί;

Αν το νομοθέτημα καταργηθεί σε μεταγενέστερη φάση το βασιλικό προνόμιο θα συνεχίσει να υπάρχει όπως υπήρχε προ της θέσπισης του νόμου, (Bowman gil corporation advocate).

Έννομη Σχέση Προνομίων και Δικαστηρίων

Θα καταδειχθεί ότι οι εξουσίες που απορρέουν από τα βασιλικά προνόμια είναι εντελώς ανεξάρτητες ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από οποιαδήποτε δικαστική ρύθμιση, (Chandler vs. DPP). Υποστηρικτές της εκστρατείας για πυρηνικό αφοπλισμό καταδικάστηκαν για συνομωσία προς την παραβίαση της πρώτης παραγράφου του νόμου περί κρατικών πιστικών του 1911 διότι εισήλθαν σε ένα απαγορευμένο χώρο και η πράξης τους αυτή γεννούσε προκαταλήψεις για την ασφάλεια και τα συμφέροντα του κράτους. Ο δικαστής δεν τους επέτρεψε καν να επιχειρηματολογήσουν περί του αντιθέτου ως προς τούτο το σημείο και το ύπατο εφετείο αποφάνθηκε ότι αυτή η ετυμηγορία ήταν ορθή. Το ύπατο εφετείο είπα χαρακτηριστικά: Είναι ξεκάθαρο ότι η τοποθέτηση και ο εξοπλισμός του στρατεύματος είναι και για αιώνες ήταν εντός της αποκλειστικής ευχέρειας του στέμματος. Και ουδείς μπορείς να ζητήσει νομική πανάκια (θεραπεία), επί τη βάση του ότι τέτοια ευχέρεια έχει ασκηθεί, λανθασμένα.

Υπόθεση Laker Airways -v- Department of Trade

Ο νόμος δεν παρεμβαίνει στην σωστή ενάσκηση των προνομίων από την διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας αλλά μπορεί να θέσει κάποια όρια ακριβώς με το να οριοθετήσει την φύση αυτής της ενασκήσεως. Αυτές οι δικαστικές γνώμες διαλευκάνθηκαν στην υπόθεση η οποία εκτυλίχτηκε μεταξύ των συντεχνιών της δημόσιας υπηρεσίας και του υπουργείου δημοσίας υπηρεσίας στα 1984. Στην υπόθεση ελέχθη ότι η δικαστική αναθεώρηση των προνομίων εξαρτάτε από την φύση των προνομίων. Προνόμια, όπως η σύναψη διεθνών συνθηκών η ασφάλεια τις εδαφικής επικράτειας της χώρας, το προνόμιο της απονομής χάρητος, το προνόμιο διαλύσεως του κοινοβουλίου, η απονομή τιμών, όπως και άλλα δεν υπάγονται σε δικαστική αναθεώρηση.

Νομική Σχέση μεταξύ προνομίων και υπουργών:

Παρότι τα προνόμια μεταφέρθηκαν εν πολλοίς σε υπουργικά χέρια η εφαρμογή τους είναι  ευρέως υποκειμενική σε κοινοβουλευτικό έργο. Οι υπουργοί μπορεί να αρνηθούν να απαντήσουν σε ερωτήματα βουλευτών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Υπάρχουν προνόμια στα οποία η ευχέρεια η διακριτική ανήκει ακόμα στον μονάρχη, ιδιαιτέρως όπως την διάλυση του κοινοβουλίου.

Μια συνταγματική αλλαγή είχε εισηγηθεί ο Tony Benn, ο οποίος το 1985, είχε εκφράσει την γνώμη ότι η βασίλισσα δεν πρέπει να διαλύει το κοινοβούλιο έως ότου η βουλή ψηφίζει και εγκρίνει την ώρα της διαλύσεως. Βάση της γνώμης του Benn, οποιαδήποτε σμίκρυνση η περιορισμός της κυβερνητικής δράσεως βασισμένη στην ευχέρεια του μονάρχη και όχι σε ψήφο του κοινοβουλίου, μπορεί να επιφέρει έχθρα και αντιπαλότητα εναντίον του κυβερνώντος κόμματος και να θέσει το μέλλον της μοναρχίας στην καρδιά των πολιτικών συζητήσεων. Ο συνταγματολόγος καθηγητής Blackburn, σχολιάζοντας την γνώμη του Benn, ανέφερε ότι οι κυβερνήσεις προερχόμενες από οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα είναι αδύνατο να εισηγηθούν τέτοιο μέτρο, διότι η συνέπεια θα ήταν να μειωθεί η ελευθερία κινήσεως τους και το πλεονέκτημα τους στις εκλογές.

Τα προνόμια είναι συνταγματικά απομεινάρια αλλά όχι μη σημαντικά. Η διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων συντελείται επί τη βάση του βασιλικού προνομίου, όπως και ο έλεγχος ή οργάνωση και οι τοποθετήσεις των στρατιωτικών σωμάτων. Χάριν του προνομίου το κοινοβούλιο συγκαλείται και διαλύεται και υπό το προνόμιο δίδεται βασιλική συναίνεσης στα νομοσχέδια. Ο διορισμός του πρωθυπουργού και των υπουργείων, δικαστών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων, λαμβάνουν χώρα υπό τις εξουσίες των βασικών προνομίων. Ο Dicey, είπε ότι, οποιαδήποτε πράξη την οποία η εκτελεστική εξουσία μπορεί νομίμως να διενεργήσει χωρίς την έγκριση οποιουδήποτε κοινοβουλευτικού νομοθετήματος, διενεργείτε βάση των βασιλικών προνομίων.  

Σχέδια Λύσεις Κυπριακού Προβλήματος πριν από τις Συμφωνίες του 1960

Διασκεπτική:

Συνεκλήθη το 1947 από τον κυβερνήτη λόρδο Γουίνστερ, για να προλάβει τις αντιδράσεις από την απόρριψη του αιτήματος για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, που μεταφέρθηκε από τον τότε επικεφαλής της ελληνοκυπριακής πρεσβείας στο Λονδίνο μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο, τον άνθρωπο που διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο, από ελληνοκυπριακής πλευράς, κατά τη στυγνή περίοδο της Παλμεροκρατίας. Στόχος της Διασκεπτικής ήταν η προσφορά μορφής αυτοκυβέρνησης. Στη Διασκεπτική έλαβαν μέρος:

 

Ø  Εκπρόσωποι της Αριστεράς

Ø  Κάποιοι ανεξάρτητοι παράγοντες

Ø  Εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων

 

«Η Εθναρχία υποστήριζε την άμεση αυτοδιάθεση – Ένωση και τη δυναμική διεκδίκησή της από τους Άγγλους, για αυτό απέρριψε, οποιαδήποτε συμμετοχή και συζήτηση» στο πλαίσιο της Διασκεπτικής..

 

Αποτελέσματα

 

Οι συμμετέχοντες από ελληνοκυπριακής πλευράς απέρριψαν τη βρετανική πρόταση.

 

Η τουρκοκυπριακή πλευρά πρόβαλε τις δικές της αξιώσεις.

 

Σύνταγμα Λόρδου Γουίνστερ (1948):

Σε μια προσπάθεια διάσωσης της Διασκεπτικής ο λόρδος Γουίνστερ κατέθεσε τις συνταγματικές προτάσεις της βρετανικής κυβέρνησης. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από την ελληνοκυπριακή πλευρά, γιατί θεωρήθηκε ότι τυχόν αποδοχή τους απέτρεπε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης – Ένωσης. Συγκεκριμένα, με τις συνταγματικές ρυθμίσεις «...απαγορευόταν στο Νομοθετικό Συμβούλιο οποιαδήποτε συζήτηση για τη θέση της Κύπρου μέσα στη Βρετανική Κοινοπολιτεία».

Τριμερης Διασκεψη του Λονδινου (1955):

Συνεκλήθη από τη Βρετανία στο Λονδίνο, τον Αύγουστο του 1955, με συμμετοχή της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο άμεσα ενδιαφερόμενος κυπριακός λαός αγνοήθηκε. Η Ελλάδα αποδεχόμενη την πρόσκληση έπεσε στην παγίδα των Βρετανών, καθώς από εκείνη τη στιγμή η Τουρκία επιβαλλόταν ως ισότιμος συνομιλητής στο Κυπριακό και ξανά έμπαινε στο πολιτικό παιχνίδι για την Κύπρο, τριάντα τόσα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923), με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της πάνω στην Κύπρο. «Το βρετανικό σχέδιο λύσης προνοούσε την παροχή αυτονομίας με σύνταγμα περιορισμένης αυτοδιοίκησης, που θα διαμορφωνόταν από τις τρεις και πλέον, εμπλεκόμενες κυβερνήσεις και θα παρείχε εγγυήσεις για τη συμμετοχή Τουρκοκυπρίων στη Νομοθετική Συνέλευση και στο Υπουργικό Συμβούλιο». Ταυτόχρονα, το Κυπριακό παύει να θεωρείται ως αποικιακό πρόβλημα, στο οποίο πρέπει να δώσει λύση η Βρετανία και μεταβάλλεται σε διεθνές ζήτημα. Τελικά, η Τριμερής Διάσκεψη οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς η Ελλάδα απέρριψε τις εισηγήσεις που κατατέθηκαν.

Σχέδιο Χάρντινγκ (1956):

Συνομιλίες μεταξύ του νέου Κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Χάρτινγκ και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. «Στις συνομιλίες των δύο ανδρών ο μεν Κυβερνήτης επέμενε στη βρετανική πρόταση για παροχή αυτονομίας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος επικέντρωσε τις απαιτήσεις του στη ρητή αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και την έναρξη διαπραγματεύσεων για  το χρονικό προσδιορισμό της άσκησης του δικαιώματος από τους Κυπρίους». Μετά την αποτυχία των συνομιλιών ο Μακάριος Γ΄ εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες (9 Μαρτίου 1956), μαζί με το μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό τον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη.

Συνταγμα Ραντκλιφ (1956):

Οι συνταγματικές προτάσεις του Άγγλου συνταγματολόγου Ράντικλιφ διαβιβάζονται το Δεκέμβριο του 1956 στο Μακάριο Γ΄, που ήταν εξόριστος στις Σεϋχέλλες «και στην ελληνική κυβέρνηση». Με τις προτάσεις αυτές εισάγεται για πρώτη φορά η αρχή της διχοτόμησης, μια εφιαλτική λύση για κάθε Ελληνοκύπριο «αφού στο αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση αντιπαραβαλλόταν η χωριστή εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης για την τουρκική μειοψηφία. Ο Μακάριος αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση εφ’ όσον παρέμενε στην εξορία ενώ η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε το σύνταγμα Ράντκλιφ επειδή ούτε φιλελεύθερο, ούτε δημοκρατικό ήταν και κυρίως δεν οδηγούσε σε πραγματική εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης».

Σχέδιο Μακμιλλαν (1958):

Προτάθηκε από τον Άγγλο πρωθυπουργό Μακμίλλαν το 1958 και «στηριζόταν σε δύο άξονες: στην τριπλή συγκυριαρχία και στην αρχή της μείζονος κοινοτικής αυτονομίας. Καθιέρωνε θεσμικά την ισότητα εξουσιών και το διαχωρισμό ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Σe αυτό συνέτειναν η ξεχωριστή υπηκοότητα, η απουσία ενιαίας βουλής με παράλληλη λειτουργία δύο αυτόνομων κοινοτικών βουλών» Το σχέδιο απορρίφθηκε με σφοδρότητα λόγω των διαιρετικών στοιχείων που περιείχε και γιατί στην ουσία καθιστούσε την Τουρκία συγκυρίαρχο στο νησί.